- ἡλιοκαής
- ἡλιο-κᾰής, ές, ([etym.] κάω, καίω)A sunburnt, Luc.Lex.2; ὄστρακον v.l. in Dsc.2.2: -καές, τό, name of a powder, Orib.Fr.115.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηλιοκαής — ές (Α ἡλιοκαής, ές) ο καμένος από τον ήλιο, ηλιοκαμένος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τo ἡλιοκαές είδος φαρμακευτικής σκόνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + καης (< καίω), πρβλ. δια καής, πυρι καής] … Dictionary of Greek
ἡλιοκαές — ἡλιοκαής sunburnt masc/fem voc sg ἡλιοκαής sunburnt neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλιο- — (AM ἡλιο ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό: α) προκαλείται ή προέρχεται από τον ήλιο (πρβλ. ηλιόκα(υ)μα, ηλιοφάνεια) θ) ανήκει ή αναφέρεται στον ήλιο (πρβλ. ηλιοβασίλεμα) γ) μοιάζει, λάμπει ή καίει σαν… … Dictionary of Greek
ηλιοκαΐα — ἡλιοκαΐα, ἡ (Α) [ηλιοκαής] η έκθεση στον ήλιο … Dictionary of Greek